- ὑποσύμβολα
- ὑποσύμβολοςveiled under symbolsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποσύμβολος — ον, Α 1. κρυμμένος, καλυμμένος κάτω από σύμβολα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποσύμβολα ασαφής γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σύμβολος (< σύμβολον), πρβλ. εὐ σύμβολος] … Dictionary of Greek